- ιοσεΐτης
- ὁ(ορυκτ.) τελλουριούχο ορυκτό τού βισμούθιου που περιέχει θείο και σελήνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. joseite < τοπωνύμιο τής Βραζιλίας Sao Jose do Paraiso + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.